- ξυστρολήκυθος
- ξυστρολήκυθος, ὁ (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) «κάδος καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά»2. ο δούλος που μετέφερε την ξύστρα και τη λήκυθο τού κυρίου του στο λουτρό και από το λουτρό προς τον οίκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα «είδος ξέστρας που χρησιμοποιούσαν μετά το λουτρό» + λήκυθος].
Dictionary of Greek. 2013.